ἡδύσματος

ἡδύσματος
ἥδυσμα
relish
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαπρίζω — Α [σαπρός] προκαλώ τη σήψη, την αποσύνθεση ενός σώματος, σαπίζω («μυῑαι θανατοῡσαι σαπριοῡσι σκευασίαν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • σκεύασις — άσεως, ἡ, Α [σκευάζω] σκευασία («μυῑαι θανατοῡσαι σαπριοῡσι σκεύασιν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”